- πνευμοεντερίτιδα
- η, Ν(κτην.) παλιά ονομασία ασθενειών, όπως τής μεταδοτικής πνευμονίας τών χοίρων ή τού αλόγου, η οποία συνδυάζεται πολλές φορές με εντερίτιδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pneumoenteritis (< πνεύμα + εντερίτιδα). Η λ. στον λόγιο τ. πνευμοεντερίτις, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.